χαραμίζω

χαραμίζω
μετ.
1) расходовать зря; транжирить; загубить (средствапрост.);

χαραμίζ τα λεφτά μου — истратить зря свои деньги;

2) испортить, загубить (дело и т. п.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "χαραμίζω" в других словарях:

  • χαραμίζω — χαραμίζω, χαράμισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • χαραμίζω — Ν [χαράμι] 1. ξοδεύω ή καταναλώνω κάτι ανώφελα, χωρίς αποτέλεσμα ή εκτελώ κάτι ζημιώνοντας κάποιον άλλο 2. πουλώ κάτι σε πολύ χαμηλή τιμή 3. μέσ. χαραμίζομαι δεν χρησιμοποιούμαι αξιοκρατικά, ανάλογα με τις ικανότητες και με τα προσόντα μου,… …   Dictionary of Greek

  • χαραμίζω — χαράμισα, χαραμίστηκα, χαραμισμένος 1. καταναλώνω κάτι άδικα, το δαπανώ άσκοπα: Χαράμισα τα λεφτά μου στους γιατρούς και τίποτε δε μου καναν. 2. πουλώ κάτι σε χαμηλή τιμή: Το χαράμισε το ωραίο οικόπεδο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»